-
1 εφεδρεια
ἥ1) сидение(ἐπὴ τοῖς δένδρεσι, ἐπὴ τοῖς ᾠοῖς Arst.)
2) засада3) ( о готовых к состязанию борцах) ожидание очереди(πυκτῶν καὴ παλαιστῶν Plat.)
4) вспомогательные отряды, резервы(ἐφεδρείαν ἀπολιπεῖν ἐν τῇ πόλει Polyb.)
1 εφεδρεια
(ἐπὴ τοῖς δένδρεσι, ἐπὴ τοῖς ᾠοῖς Arst.)
(πυκτῶν καὴ παλαιστῶν Plat.)
(ἐφεδρείαν ἀπολιπεῖν ἐν τῇ πόλει Polyb.)